- ομαλισμός
- ο (ΑΜ ὁμαλισμός) [ομαλίζω](ιδίως για έδαφος) εξάλειψη τών ανωμαλιών, ισοπέδωση («καὶ θῑνας ἀενάους καὶ φάραγγας πληροῡσθαι εἰς ὁμαλισμὸν τῆς γῆς», ΠΔ)μσν.επίλυση προβληματικής κατάστασηςαρχ.1. γραμμ. η έγκλιση τού τόνου2. φρ. «καθ' ὁμαλισμὸν ἀναγνωστέον» — ανάγνωση χωρίς τονισμό τού εγκλιτικού.
Dictionary of Greek. 2013.