ομαλισμός

ομαλισμός
ο (ΑΜ ὁμαλισμός) [ομαλίζω]
(ιδίως για έδαφος) εξάλειψη τών ανωμαλιών, ισοπέδωση («καὶ θῑνας ἀενάους καὶ φάραγγας πληροῡσθαι εἰς ὁμαλισμὸν τῆς γῆς», ΠΔ)
μσν.
επίλυση προβληματικής κατάστασης
αρχ.
1. γραμμ. η έγκλιση τού τόνου
2. φρ. «καθ' ὁμαλισμὸν ἀναγνωστέον» — ανάγνωση χωρίς τονισμό τού εγκλιτικού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὁμαλισμός — levelling masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλισμοῦ — ὁμαλισμός levelling masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλισμόν — ὁμαλισμός levelling masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՀԱՐԹՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0061 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 10c գ. ὀμαλισμός complanatio, aequalitas Հարթ գոլն. տափարակութիւն, եւ Հաւասարութիւն. զուգակշռութիւն. միաբանութիւն. ուղղութիւն. եւ Մեղմութիւն. ցածութիւն. Տե՛ս եւ ՀԱՐԹԱՀԱՒԱՍԱՐՈՒԹՒԻՆ. *Լնուլ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”